ανατριχίλα

From LSJ

Φρόνημα λιπαρὸν οὐδαμῶς ἀναλίσκεται → Constans animi nulla umquam est consumptio → Ein strahlend heller Geist zehrt keineswegs sich auf

Menander, Monostichoi, 536

Greek Monolingual

η
1. η ανόρθωση των τριχών από φόβο, κρύο ή συγκίνηση
2. το ρίγος του πυρετού.