τρεμούλιασμα

From LSJ

ἑλλέβορον ἤδη πώποτ' ἔπιες → did you ever drink hellebore at any point, did you ever drink hellebore, have you ever taken medication for mental illness, are you mad, you are mad, what are you on

Source

Greek Monolingual

το, Ν τρεμουλιάζω
1. τρομώδης κίνηση, κατάσταση κατά την οποία γίγονται συνεχείς παλμικές κινήσεις, τρεμούλα
2. ρίγος, ανατριχίλα
3. μεγάλος φόβος, τρόμος.