φριμάζω

Greek Monolingual

και φρυμάζω και φρουμάζω και φουρμάζω Ν
1. (ιδίως για άλογα) φυσώ δυνατά με τα ρουθούνια από ανυπομονησία ή από οργασμό
2. μτφ. (για πρόσ.) καταλαμβάνομαι από οργή, εξοργίζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. φριμάσσομαι, κατά τα ρ. σε -άζω].