φριξαύχην

English (LSJ)

ενος, ὁ, ἡ, with ruffling neck, of dolphins, Arion v. 8; κάπρος Trag.Adesp.383.

German (Pape)

[Seite 1307] ενος, mit sträubendem Halse, Nacken, mit aufgerichteten Mähnen; vom Delphin Arion 1, 8; κάπρος poet. bei Plut. coh. ira 14.

French (Bailly abrégé)

χενος (ὁ, ἡ)
dont le cou est hérissé de soies.
Étymologie: φρίσσω, αὐχήν.

Russian (Dvoretsky)

φριξαύχην: χενος adj. со щетинистой или взъерошенной шеей (κάπρος Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

φριξαύχην: -ενος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων ἀνωρθωμένην τὴν χαίτην, σεισμοὶ φρ., οἱ δελφῖνες, Ἀρίων παρὰ τῷ Bgk. σ. 567· κάπρος Ποιητὴς παρὰ Πλουτ. 2. 462Ε.

Greek Monolingual

-ενος, ὁ, ἡ, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που έχει ανορθωμένη χαίτη («κάπρον φριξαύχενα», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φριξός «ανορθωμένος» + αὐχήν, -ένος (πρβλ. καμπυλαύχην, μεγαλαύχην)].