φριξοκόμης

English (LSJ)

φριξοκόμου, ὁ, = φριξόθριξ (with bristling hair, making the hair stand on end) 1, APl. 4.291 (Anyte).

German (Pape)

[Seite 1307] ὁ, = Vorigem, Pan, Anyte 3 (Plan. 291).

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
aux cheveux hérissés ou en désordre.
Étymologie: φριξός, κόμη.

Greek (Liddell-Scott)

φριξοκόμης: -ου, ὁ, = τῷ προηγ. Ι, φριξοκόμᾳ Πανὶ Ἀνθ. Πλαν. 291.

Greek Monolingual

ὁ, Α
(ποιητ. τ.) φριξόθριξ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φριξός «ανορθωμένος» + -κόμης (< κόμη), πρβλ. ξανθοκόμης.

Greek Monotonic

φριξοκόμης: -ου, ὁ (κόμη), αυτός που έχει ανορθωμένα μαλλιά, σε Ανθ.

Middle Liddell

φριξο-κόμης, ου, ὁ, κόμη
with bristling hair, Anth.