φρῖκος

English (LSJ)

εος, τό, = φρίκη, shivering, f.l. in Nic. Th.778.

German (Pape)

[Seite 1306] τό, poet. = φρίκη, Schauder, Nic. Th. 778.

Greek (Liddell-Scott)

φρῖκος: -εος, τό, = φρίκη, φρικίασις, «ἀνατριχίλα», Νικ. Θηρ. 778.

Greek Monolingual

-ίκεος, τὸ, Α
φρίκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρίξ, φρικός, κατά τα σιγμόληκτα ουδ. σε -ος (πρβλ. ῥῖγος)].