φταίξιμο

Greek Monolingual

το, Ν
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του φταίω, πταίσμα, σφάλμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φταιξ- του αορ. έφταιξ-α του ρ. φταίω + κατάλ. -ιμο (πρβλ. ψάξιμο)].