ψάξιμο
From LSJ
Θέλων καλῶς ζῆν μὴ τὰ τῶν φαύλων φρόνει → Victurus bene, ne mentem pravorum geras → Wenn gut du leben willst, zeig nicht der Schlechten Sinn
Greek Monolingual
το, Ν
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ψάχνω, αναζήτηση
2. διερεύνηση («θέλει ψάξιμο η υπόθεση της δωροδοκίας»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αόρ. έψαξα του ψάχνω + κατάλ. -ιμο (πρβλ. τρέξιμο)].