φταίω
Ἤθους δικαίου φαῦλος οὐ ψαύει λόγος → Vox prava non pertingit ad mores bonos → Verkommne Rede rührt nicht an gerechte Art
Greek Monolingual
φταίω, πταίω, ΝΜΑ, και λόγιος τ. πταίω και διαλ. τ. φταίγω Ν
υποπίπτω σε σφάλμα, κάνω λάθος, σφάλλω (α. «έφταιξε και πρέπει να πληρώσει» β. «ἐὰν πταίσωσί τι», Φιλήμ.)
νεοελλ.
είμαι ένοχος, υπαίτιος για κάτι, ευθύνομαι για κάτι («αυτός φταίει για το κακό που μάς βρήκε»)
μσν.-αρχ.
(αμτβ.)
1. προσκόπτω, σκοντάφτω
2. πέφτω («οἳ φερόμενοι πρὸς τὰς πέτρας πταίοντες διεσφενδονῶντο», Θεόκρ.)
αρχ.
1. (μτβ.) κάνω κάτι να πέσει ή να σκοντάψει
2. (αμτβ.) α) περιπίπτω σε ατυχία, ατυχώ («μὴ περὶ Μαρδονίῳ πταίσῃ ἡ Ἑλλάς», Ηρόδ.)
β) (για ελπίδα) διαψεύδομαι
3. παθ. πταίομαι
(για πράγμ.) αποτυγχάνω
4. (η μτχ. παθ. αορ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ πταισθέντα
οι αποτυχίες, τα σφάλματα
5. φρ. α) «ἅ ἐπταίσθη» — οι αποτυχίες του (Πλούτ.)
β) «ἡ γλῶσσα πταίει» — η γλώσσα σκοντάφτει (Αριστοτ.)
6. παροιμ. «μὴ δὶς πρὸς τὸν αὐτὸν λίθον πταίει» — δεν πρέπει να κάνει κανείς το ίδιο λάθος δύο φορές.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. εκφραστικό ρ. το οποίο εμφανίζει την ίδια κατάλ. με τα ρ. παίω, ῥαίω και φωνηεντισμό -α-, αναμενόμενο για έναν εκφραστικό τ. Τα παρ. του ρ. πταίω εμφανίζουν θ. σε -σ- (πρβλ. πταῖ-σ-μα, πταί-σ-της) το οποίο δεν βοηθά, όμως, στην ετυμολόγηση του ρ. Στη Νέα Ελληνική χρησιμοποείται ο τ. φταίω, με ανομοιωτική τροπή του κλειστού -π- σε διαρκές -φ- (πρβλ. κτίζω: χτίζω, πτερόν: φτερό)].