φτωχικός
Greek Monolingual
-ή, -ό / πτωχικός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και λόγιος τ. πτωχικός Ν φτωχός / πτωχός
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει σε φτωχό (α. «φτωχική φορεσιά» β. «ἤδη δ' ἀγύρτης πτωχικὴν ἔχων στολὴν εἰσῆλθε πύργους», Ευρ.)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το φτωχικό
α) σπίτι φτωχού
β) (ως έκφραση μετριοφροσύνης) κάθε απλό και χωρίς ιδιαίτερες ανέσεις και πολυτέλειες σπίτι.