φυάς

Greek (Liddell-Scott)

φυάς: -άδος, ἡ, (φύω) παραφυάς, κλάδος παρὰ τὴν ῥίζαν, «κωλορρίζι», τὰς παρενοχλούσας φυάδας τεχνικῶς τέμνουσιν Ψευδοχρυσ. τ. 8, σ. 724C καὶ Β.

Greek Monolingual

-άδος, ἡ, ΜΑ
παραφυάδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φύω + κατάλ. -άς, -άδος κατ' απόσπαση από τα σύνθ. σε -φυάς (πρβλ. παραφυάς)].