φυγόλεκτρος

English (LSJ)

φυγόλεκτρον, = φυγοδέμνιος, Orph.H.32.8.

German (Pape)

[Seite 1312] = φυγοδέμνιος, die Ehe fliehend, Orph. H. 31, 8.

Greek (Liddell-Scott)

φῠγόλεκτρος: -ον, = φυγοδέμνιος, Ὀρφ. Ὑμν. 31. 8.

Greek Monolingual

-ον, Α
φυγοδέμνιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φυγο- (< θ. φυγ- του αορ. Β' -φυγ-ον του ρ. φεύγω) + -λεκτρος (< λέκτρον «συζυγικό κρεβάτι, γάμος»), πρβλ. μισόλεκτρος].