φυκιώδης

English (LSJ)

φυκιῶδες, covered with seaweed, λίθοι Sch.Opp.H.3.420.

Greek (Liddell-Scott)

φῡκιώδης: -ες, κεκαλυμμένος φυκίοις, λίθοι Σχόλ. εἰς Ὀππ. Ἁλ. 3. 420.

Greek Monolingual

-ῶδες, Α φυκίον / φύκιον]
καλυμμένος με φύκη, φυκιόεις.