φύκη

From LSJ

τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts

Source

German (Pape)

[Seite 1312] ἡ, das Weibchen des Fisches φύκης, Ath. III, 107 c aus Alexis u. Apolld. 3, 12, 6.

Greek Monolingual

ἡ, Α
φύκης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φύκης, με αλλαγή γένους].