φυλάκιο

Greek Monolingual

το / φυλάκιον, ΝΜΑ φύλαξ, -ακος]
οίκημα διαμονής τών ανδρών της φρουράς
νεοελλ.
1. στρ. θέση επανδρωμένη με στρατιωτικούς, που εκτελούν υπηρεσία φρουράς, επιτήρησης προφυλακών, παρατήρησης και συλλογής πληροφοριών
2. συνεκδ. απόσπασμα στρατιωτών επιφορτισμένο με ανάλογα καθήκοντα.