φυλάκισσα

English (LSJ)

ἡ, = φυλακίς (guard), LXX Ca. 1.6.

German (Pape)

[Seite 1313] ἡ, = Vorigem, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

φῠλάκισσα: ἡ, = τῷ προηγ. ἔθεντό με φυλάκισσαν ἐν ἀμπελῶσιν, ἀμπελῶνα ἐμὸν οὐκ ἐφύλαξα Ἑβδ. (ᾎσμ. ᾈσμάτ. Αϳ, 6), Θεόδ. Πρόδρ. κατὰ Ροδ. κ. Δοσικλ. Αϳ, σ. 18.

Greek Monolingual

ἡ, ΜΑ
βλ. φυλακίδα.