φυλακίς

From LSJ

Μαστιγίας ἔγχαλκος, ἀφόρητον κακόν → Pecuniosus verbero, malum maximum → Ein reicher Taugenichts, wie unerträglich schlimm

Menander, Monostichoi, 365
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῠλᾰκίς Medium diacritics: φυλακίς Low diacritics: φυλακίς Capitals: ΦΥΛΑΚΙΣ
Transliteration A: phylakís Transliteration B: phylakis Transliteration C: fylakis Beta Code: fulaki/s

English (LSJ)

-ίδος, fem. of φύλαξ, τούς τε φύλακας καὶ τὰς φυλακίδας (cf. φύλαξ 1 fin.) ib.457c; φ. νῆες guard-ships, D.S.20.16.

German (Pape)

[Seite 1313] ίδος, ἡ, fem. von φύλαξ, Wächterinn, Plat. Rep. V, 457 c; – ναῦς, Wachtschiff, D. Sic.

Russian (Dvoretsky)

φῠλᾰκίς: ίδος adj. f сторожевая (ναῦς Diod.).
ίδος ἡ (sc. ναῦς) сторожевое судно Plat.

Greek (Liddell-Scott)

φῠλᾰκίς: -ίδος, θηλ. τοῦ φύλαξ, τούς τε φύλακας καὶ τὰς φυλακίδας (πρβλ. φύλαξ Ι. ἐν τέλει) Πλάτ. Πολ. 457C· ναῦς φ. ὡς καὶ νῦν χρησιμεύουσα πρὸς φρούρησιν, ὡς τὸ φρουρίς, Διόδ. 20. 16.

Greek Monolingual

-ίδος, η, ΝΑ
βλ. φυλακίδα.

Greek Monotonic

φῠλᾰκίς: -ίδος, θηλ. του φύλαξ, σε Πλάτ.

Middle Liddell

φῠλᾰκίς, ίδος, [fem. of φύλαξ, Plat.]