φυλακίς
From LSJ
Μαστιγίας ἔγχαλκος, ἀφόρητον κακόν → Pecuniosus verbero, malum maximum → Ein reicher Taugenichts, wie unerträglich schlimm
English (LSJ)
-ίδος, fem. of φύλαξ, τούς τε φύλακας καὶ τὰς φυλακίδας (cf. φύλαξ 1 fin.) ib.457c; φ. νῆες guard-ships, D.S.20.16.
German (Pape)
[Seite 1313] ίδος, ἡ, fem. von φύλαξ, Wächterinn, Plat. Rep. V, 457 c; – ναῦς, Wachtschiff, D. Sic.
Russian (Dvoretsky)
φῠλᾰκίς: ίδος adj. f сторожевая (ναῦς Diod.).
ίδος ἡ (sc. ναῦς) сторожевое судно Plat.
Greek (Liddell-Scott)
φῠλᾰκίς: -ίδος, θηλ. τοῦ φύλαξ, τούς τε φύλακας καὶ τὰς φυλακίδας (πρβλ. φύλαξ Ι. ἐν τέλει) Πλάτ. Πολ. 457C· ναῦς φ. ὡς καὶ νῦν χρησιμεύουσα πρὸς φρούρησιν, ὡς τὸ φρουρίς, Διόδ. 20. 16.
Greek Monolingual
-ίδος, η, ΝΑ
βλ. φυλακίδα.
Greek Monotonic
φῠλᾰκίς: -ίδος, θηλ. του φύλαξ, σε Πλάτ.
Middle Liddell
φῠλᾰκίς, ίδος, [fem. of φύλαξ, Plat.]