φυλακεία

English (LSJ)

ἡ, guard, protection, Poet.de herb.181, Glossaria.

Greek Monolingual

ἡ, Α
ταινία, με την οποία δένεται κάτι για να προφυλαχθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φύλαξ, -ακος, μέσω ενός αμάρτυρου ρ. φυλακεύω].