φυλλίζω

English (LSJ)

A strip of leaves, Gp.5.2.12 (Pass.).
2 strip of petals, interpol. in Orib.5.33.6.

German (Pape)

[Seite 1315] abblatten, Geopon.

Greek (Liddell-Scott)

φυλλίζω: ἀφαιρῶ τὰ φύλλα, ἀποφυλλίζω, κοινῶς «ξεφυλλίζω», Γεωπ. 5. 2, 12, Ὀρειβάσ. 84 Matth.

Greek Monolingual

ΝΑ φύλλον
νεοελλ.
ναυτ. (για ιστίο) παύω να κολπώνομαι, τρεμοπαίζω
αρχ.
αφαιρώ τα φύλλα, ξεφυλλίζω.