ξεφυλλίζω
From LSJ
Ἔνιοι κακῶς φρονοῦσι πράττοντες καλῶς → Multi bonis in rebus haud sapiunt bene → Trotz ihres Wohlergehens denken manche schlecht
Greek Monolingual
1. αποσπώ τα φύλλα φυτού
2. φυλλομετρώ έντυπο, γυρίζω βιαστικά τα φύλλα του, διαβάζω βιβλίο επιτροχάδην.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐξεφύλλισα (βλ. λ. ξε-), αόρ. του εκφυλλίζω με σίγηση του αρκτ. φωνήεντος].