ξεφυλλίζω

From LSJ

Ἔνιοι κακῶς φρονοῦσι πράττοντες καλῶς → Multi bonis in rebus haud sapiunt beneTrotz ihres Wohlergehens denken manche schlecht

Menander, Monostichoi, 163

Greek Monolingual

1. αποσπώ τα φύλλα φυτού
2. φυλλομετρώ έντυπο, γυρίζω βιαστικά τα φύλλα του, διαβάζω βιβλίο επιτροχάδην.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐξεφύλλισα (βλ. λ. ξε-), αόρ. του εκφυλλίζω με σίγηση του αρκτ. φωνήεντος].