-ή, -ό, Ναυτός που διαχωρίζεται σε λεπτά φύλλα.[ΕΤΥΜΟΛ. < φύλλο + κατάλ. -ωτός, κατ' επίδραση λ. που έχουν θ. σε -δ-, πρβλ. ψηφ-ιδ-ωτός].