φυλλοκόπος

English (LSJ)

= frondator, Glossaria.

Greek Monolingual

ὁ, Α
κλαδευτήρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φύλλον + -κόπος (< κόπτω), πρβλ. ξυλο-κόπος, χορτο-κόπος.