κλαδευτήρι

From LSJ

καὶ ὑπολέλειμμαι ἐγὼ μονώτατος, καὶ ζητοῦσι τὴν ψυχήν μου λαβεῖν αὐτήν → and I, even I only, am left; and they seek my life, to take it away (1 Kings 19:14)

Source

Greek Monolingual

το (Α κλαδευτήριον, Μ κλαδευτήρι) κλαδεύω
όργανο που χρησιμεύει στο κλάδεμα
αρχ.
στον πληθ.) τὰ κλαδευτήρια
εορτή κατά την εποχή του κλαδέματος τών δέντρων.