φυλλομανέω
English (LSJ)
run to leaf, without seeding, Thphr. HP 8.7.4.
German (Pape)
[Seite 1315] wild ins Laub treiben, ohne Früchte anzusetzen, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
φυλλομᾰνέω: κάμνω πολλὰ φύλλα χωρὶς νὰ καρποφορῶ, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 8. 7, 4· ἐκ τοῦ φυλλομᾰνής, ές, ὁ ἔχων ὑπερβαλλόντως πολλὰ φύλλα, Σχόλ. εἰς Σοφ. Αἴ. 143, Ἐτυμ. Μέγ. 474, 51· πρβλ. ὑλομανής, -μανέω.