φυλλοταξία

Greek Monolingual

η, Ν
βοτ. ο τρόπος διάταξης τών φύλλων πάνω στον βλαστό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phyllotaxy < φύλλο(ν) + τάξη. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν του Άγγ. Βλάχου].