φυλλοτρήτης

Greek Monolingual

ο, Ν
ζωολ. γένος κολεόπτερων φυτοφάγων εντόμων, ορισμένα είδη τών οποίων προσβάλλουν τα καλλιεργούμενα φυτά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. phyllotreta < φύλλο(ν) + τρητός «γεμάτος τρύπες, διάτρητος»].