φυλλοφυώ

Greek Monolingual

-έω, Α
εκφύω, βγάζω φύλλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φύλλον + -φυῶ (< -φυής (< φύω, φύομαι), πρβλ. ὀδοντοφυῶ, τριχοφυῶ].