εκφύω
From LSJ
Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier
Greek Monolingual
(AM ἐκφύω)
1. γεννώ, παράγω, αναδίδω, προκαλώ, φέρνω
2. (μέσ. ή παθ.) εκφύομαι
φυτρώνω, ξεφυτρώνω, γεννιέμαι
αρχ.
1. (για γυναίκα) γεννώ
2. (ο ενεργ. παρακμ.) γεννιέμαι, είμαι από φυσικού μου, είμαι εκ γενετής
(«λάλημα ἐκπεφυκός» — φλύαρος εκ γενετής, από φυσικού του)
3. (για τρίχες) φυτρώνω
4. (αμτβ. με ενεργ. ενεστ.) φύω, φυτρώνω («ἕλκεα ἐκφύουσιν»).