φυλλόρρινος

Greek Monolingual

ο, Ν
ζωολ. γένος χειρόπτερων θηλαστικών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. phyllorhine < φύλλο(ν) + ῥίς, ῥινός «μύτη»].