Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
φυματικός
Greek Monolingual
-ή, -ό, Ν 1. αυτός που αναφέρεται στα φυμάτια 2.το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο φυματικός, η φυματική (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από φυματίωση. [ΕΤΥΜΟΛ.<φύμα, φύματος. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδαΑκρόπολις].