φυρόχρωμος

English (LSJ)

φυρόχρωμον, dub. sens. (of the colour of a cow), PBaden19.5 (ii A. D.).

Greek Monolingual

-ον, Α
(λ. αμφβλ. σημ.) αυτός που έχει το χρώμα του δέρματος βοδιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φύρω + -χρωμος (< χρῶμα), πρβλ. λευκό-χρωμος, ποικιλόχρωμος].