φυρώ
Greek Monolingual
-άω, ΜΑ
1. ανακατεύω, κυρίως αλεύρι με νερό για να κάνω ζυμάρι (α. «φυρέουσι τὸ μὲν σταῖς τοῖσι ποσί», Ηρόδ.
β. «οἴνῳ καὶ ἐλαίῳ πεφυραμένα ἄλφιτα», Θουκ.)
2. λερώνω («γῆν θανόντες τήνδε φυράσειν φόνῳ», Αισχύλ.)
3. φρ. α) «φυρῶμαι μαλακὴν φωνὴν πρός τινα» — μιλώ σε κάποιον με προσποιητή, γλυκειά φωνή (Αριστοφ.)
β) «φυρῶ τὰς ψήφους» — νοθεύω το αποτέλεσμα (Κικ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φύρω κατά τα συνηρημένα σε -ῶ / -άω (για ετυμολ. βλ. λ. φύρω)].