φυσιολάτρης

Greek Monolingual

ο, θηλ. φυσιολάτρισσα, Ν
αυτός που αγαπά τη φύση και χαίρεται να ζει σύμφωνα με τη φύση και μέσα στη φύση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φυσιο- (βλ. λ. φύση) + λάτρης. Η λ., στον λόγιο τ. του πληθ. φυσιολάτραι, μαρτυρείται από το 1869 στον Ιω. Λεβαδέα].