φυτάριον

English (LSJ)

τό, Dim. of φυτόν, Ar.Byz.Epit.90.19, Ath.5.210c, Sch.Ar.Av.663, etc.

German (Pape)

[Seite 1319] τό, dim. von φυτόν, Ath. V, 210 c.

Greek (Liddell-Scott)

φῠτάριον: τό, ὑποκορ. τοῦ φυτόν, Ἀθήν. 210C, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 663, κλπ.