φωνακλάς

Greek Monolingual

-ού, -άδικο, Ν
1. αυτός που έχει τη συνήθεια να φωνάζει
2. αυτός που εκνευρίζεται εύκολα και βάζει τις φωνές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φωνάκλα + μεγεθ. κατάλ. -ας- (πρβλ. φρυδάς)].