ο, Ν
γλωσσ. η παρουσία ενός συγκεκριμένου φωνήεντος στο θέμα μιας λέξης («το ρήμα σκάζω "κουτσαίνω" εμφανίζει φωνηεντισμό -α- αν και ανάγεται στην ΙΕ ρίζα (s)keng- "κουτσαίνω"»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φωνήεν, -εντός + κατάλ. -ισμός. Η λ. μαρτυρείται από το 1880 στον Γ. Πανταζίδη].