φωνητής
English (LSJ)
φωνητοῦ, ὁ, clear speaker, Hsch. s.v. ἠπύτα.
Greek (Liddell-Scott)
φωνητής: -οῦ, ὁ, σαφῶς ὁμιλῶν, Ἡσύχ. ἐν λ. ἠπύτα, ἣν ἑρμηνεύει: «φωνητής, βοητής, κήρυξ, μεγαλόφωνος».
Greek Monolingual
ὁ, Α φωνῶ
(κατά τον Ησύχ.) αυτός που μιλά με καθαρότητα, με σαφήνεια.