καθαρότητα

From LSJ

μὴ πόνει, ὦ Ξάνθια, ἀλλὰ ἔλθε δεῦρο → Don't keep suffering, Xanthias, but come here.

Source

Greek Monolingual

και καθαρότη, η (AM καθαρότης) καθαρός
1. η ιδιότητα του καθαρού, καθαριότητα
2. διαύγεια, αιθρία, λαμπεράδα (α. «καθαρότητα της ατμόσφαιρας» β. «ἧπερ ἀὴρ τε ὕδατος ἀφέστηκε καὶ αἰθὴρ ἀέρος πρὸς καθαρότητα», Πλάτ.)
2. (για μέταλλα κ.ά. ύλες)
η απουσία ξένων προσμίξεων, το αμιγές, το ανόθευτο
3. μτφ. διαύγεια στη σκέψη
4. αγνότητα συνείδησης, ψυχής, έλλειψη μιάσματος, απουσία μολύσματος, χρηστότητα, τιμιότητα
5. (για ύφος) σαφήνεια στην έκφραση τών νοημάτων, έλλειψη περιττών ή σκοτεινών σημείων, λιτότητα.