φωνιατρική

Greek Monolingual

η, Ν
ιατρ. κλάδος της ιατρικής σχετικός με τη μελέτη και τη θεραπεία τών διαταραχών της φώνησης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phoniatric < φωνή + ιατρική].