φωνοκινητικός

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν
1. ιατρ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις κινήσεις τών φωνητικών οργάνων
2. φρ. «φωνοκινητική αμνησία»
ιατρ. μορφή κινητικής αμνησίας που οφείλεται σε απώλεια της μνήμης τών κινήσεων που είναι απαραίτητες για την άρθρωση του λόγου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. phonocinetique < φωνή + κινητικός.