φωνούλα

Greek Monolingual

η, Ν
1. υποκορ. σιγανή φωνή, φωνίτσα
2. (θωπευτικά) γλυκιά φωνή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φωνή + υποκορ. κατάλ. -ούλα (πρβλ. γατούλα)].