φωτίκια

Greek Monolingual

τα, Ν
τα βαπτιστικά ρούχα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φως, φωτός + κατάλ. -ίκια, πληθ. ουδ. της κατάλ. -ικιος (πρβλ. συχαρίκια)].