φωταγώγηση

Greek Monolingual

η, Ν
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του φωταγωγώ, φωτισμός με πολλά φώτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φωταγωγώ. Η λ., στον λόγιο τ. φωταγώγησις, μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Ακρόπολη.