το / φόρον, ΝΜΑ, και φόρος, ο, ΝΜ
η αγορά, η περιοχή της αγοράς
νεοελλ.
φρ. «τά 'βγάλε στο φόρο» [ή στα φόρα]» — τά φανέρωσε δημόσια, τά αποκάλυψε
μσν.
η περιοχή του δικαστηρίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. forum «αγορά» (πρβλ. και νεοελλ. φόρουμ). Ο νεοελλ. τ. φόρος < φόρο(ν), με αλλαγή γένους].