v. φύγδα.
[Seite 1312] adv., = φύγαδε, in die Flucht, fliehend, Nic. Ther. 21.
Αεπίρρ. φύγδα.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φυγ- της μηδενισμένης βαθμίδας τς ρίζας του ρ. φεύγω (πρβλ. αόρ. β' ἔ-φυγ-ον) + επιρρμ. κατάλ. -δην (πρβλ. μίγδην, φύρδην)].