φύγαδε

From LSJ

τὸ δανείζεσθαι τῆς ἐσχάτης ἀφροσύνης καὶ μαλακίας ἐστίν → being in debt is a mark of extreme folly and moral weakness (Plutarch, On Avoiding Debt 829F3)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φύγᾰδε Medium diacritics: φύγαδε Low diacritics: φύγαδε Capitals: ΦΥΓΑΔΕ
Transliteration A: phýgade Transliteration B: phygade Transliteration C: fygade Beta Code: fu/gade

English (LSJ)

Adv., (φῠγή) to flight, φύγαδε τράπε μώνυχας ἵππους Il.8.157, cf. 257; φύγαδ' αὖτις ὑποστρέψας 11.446; ἄλλοι φ. μνώοντο ἕκαστος 16.697.

German (Pape)

[Seite 1311] adv., in die Flucht, zur Flucht, zurück; Il. oft, z. B. φύγαδ' ἔτραπε μώνυχας ἵππους 8, 157; ἄλλοι φύγαδε μνώοντο ἕκαστος 16, 697, Jeder dachte an die Flucht.

French (Bailly abrégé)

adv.
en fuite avec mouv.
Étymologie: φυγή, -δε.

Russian (Dvoretsky)

φύγαδε: (ῠ) adv. в бегство (τρέπειν τινά Hom.): φ. μνώοντο ἕκαστος Hom. каждый помышлял о бегстве.

Greek (Liddell-Scott)

φύγᾰδε: Ἐπίρρ. (φυγὴ) ὡς τὸ φόβονδε, εἰς φυγήν, φύγαδ’ ἔτραπε μώνυχας ἵππους Ἰλ. Θ. 157, 257· φύγαδ’ ὑποστρέψας Λ. 446· ἄλλοι φύγαδε μνώοντο ἕκαστος Π. 697· πρβλ. φύγδα.

English (Autenrieth)

to flight. (Il.)

Greek Monolingual

Α
επίρρ. σε κατάσταση φυγής («φύγαδ' ἔτραπε... ἵππους», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φύγα, αιτ. της λ. φύξ, φυγός «φυγή» + επιρρμ. κατάλ. -δε (πρβλ. κρήνηνδε), βλ. και λ. φύξ].

Greek Monotonic

φύγᾰδε: επίρρ. (φῠγή) όπως φόβονδε, μέσω φυγής ή δραπέτευσης, φύγαδ' ἔτραπεν ἵππους, έτρεψε τα άλογά του σε φυγή, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

[φῠγή]
like φόβονδε, to flight, to flee, φύγαδ' ἔτραπεν ἵππους turned his horses to flight, Il.