φύλιος

English (LSJ)

[ῡ], α, ον, of a tribe, θεοί Poll.8.110.

Greek (Liddell-Scott)

φύλιος: α, όν, ὁ ἀνήκων εἴς τινα φυλήν, φύλιοι θεοὶ Πολυδ. Η΄, 118.

Greek Monolingual

-ία, -ον, Α φῦλον / φυλή
φρ. «φύλιοι θεοί» — οι θεοί μιας φυλής (Πολυδ.).