Dor.A = ὀσφύς, AB1096.II aor. part. of φύω.
φῦσα, φύν ; φύντος, φύσης, φύντος;part. ao.2 de φύω.
ἡ, Α(δωρ. τ.) οσφύς.
φύς: μτχ. αορ. βʹ του φύω· ὁ φύς, γιος· πρβλ. φύσας.
φύς: part. m aor. 2 к φύω.
[aor2 part of φύω]ὁ φύς a son; cf. φύσας.