φύσας
From LSJ
Βροτοῖς ἅπασι κατθανεῖν ὀφείλεται → Reddenda cunctis vita tamquam debitum → Den Tod erleiden schulden alle Sterblichen
Βροτοῖς ἅπασι κατθανεῖν ὀφείλεται → Reddenda cunctis vita tamquam debitum → Den Tod erleiden schulden alle Sterblichen
αντος (ὁ) :
père.
Étymologie: part. ao. de φύω.
ο, Ν
κωμ.
1. αυτός που παίζει φυσαρμόνικα
2. οργανοπαίκτης πνευστών οργάνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φύσα + κατάλ. -ας (πρβλ. χάχας)].
φύσας: μτχ. αορ. αʹ του φύω· ὁ φύσας, πατέρας· πρβλ. φύς.