φύσας

From LSJ

Βροτοῖς ἅπασι κατθανεῖν ὀφείλεται → Reddenda cunctis vita tamquam debitum → Den Tod erleiden schulden alle Sterblichen

Menander, Monostichoi, 69

French (Bailly abrégé)

αντος (ὁ) :
père.
Étymologie: part. ao. de φύω.

Greek Monolingual

ο, Ν
κωμ.
1. αυτός που παίζει φυσαρμόνικα
2. οργανοπαίκτης πνευστών οργάνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φύσα + κατάλ. -ας (πρβλ. χάχας)].

Greek Monotonic

φύσας: μτχ. αορ. αʹ του φύω· ὁ φύσας, πατέρας· πρβλ. φύς.

Middle Liddell

[aor1 part. of φύω]
φύσας a father; cf. φύς.