[ῠ], τό, plant, Epigr.Gr.1036.4 (Nicomedia).
φύτλον: [ῠ], τό, φυτόν, Συλλ. Ἐπιγρ. 2769.
τὸ, Αφυτό.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. φύτλη.